Μικρή ιστορία: Ο διάδρομος του Ζόναρς

Κυριλέδες εισοδηματίες, άστεγοι, τουρίστριες, εργάτες, βουλεύτριες, Ελληνάρες επιχειρηματίες, ανθυποσελέμπριτι, όλα τα κομμάτια συναντιούνται σε αυτό το φανάρι συνθέτοντας μπροστά στα μάτια ακόμα και του πιο αφηρημένου, το παζλ της σύγχρονης νεοελληνικής υποκουλτούρας.

Είχα βαρεθεί τις παρέες. Δεν μπορούσα πια να συνδεθώ κι απλά ήθελα να παρατηρώ. Και να πίνω. Η Αθήνα, Τρίτη βράδυ θύμιζε κάτι σαν πόλη που κάποτε εδώ έμεναν κάτι σαν άνθρωποι. Πλέον μετά από κάποια ώρα μόνο τουρίστες, τους οποίους με χαρά θα κατέβρεχα όπως οι συνάδελφοι Βαρκελωνιστές. Κατηφορίζω τον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου και βλέπω σιγά σιγά τα μαγαζιά, που μόνο οι βρεγμένοι στην Βαρκελώνη συντηρούν πλέον, να κλείνουν και τις εργαζόμενες να κλειδώνουν τα ρολά και να φεύγουν. Με την τσάντα στον ώμο, παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού προς το σπίτι, όπου τις περιμένει η όποια απόφαση έμοιαζε προσωρινή στη ζωή τους για να τις τιμωρήσει ή να τις κάνει να αισθανθούν καλύτερα συγκρίνοντας την εαυτή τους με κάποια άλλη συνάδελφο.

Μετά τα καταστήματα διεθνών οίκων μόδας που φημίζονται για τη φιλεργατική τους διάθεση, βλέπω στα αριστερά μου το κλασικό για κάποιους -γραφικό για κάποιους άλλους- δικηγορικό στέκι, από το οποίο εξέπεμπαν οι φλύαρες οχλαγωγίες αδειούχων δικολάβων:

-Την πήρες την αναβολή;

-Ναι μωρέ με τον μαλάκα τον πρόεδρο και την άλλη την μαγδάλω την εισαγγελέα

-Μας έχουν γαμήσει, δεν σέβονται τίποτα.

-Μόνο τις συντάξεις τους κοιτάνε να δικάζουν σωστά….

Κι άλλα τέτοια όμορφα.

Προχωρώ σκεπτόμενος ότι αυτοί οι τύποι δεν σταματάνε ποτέ να μιλούν. Όλη μέρα. Είτε στο τηλέφωνο, είτε στο δικαστήριο, δεν έχει σημασία. Το στόμα δεν κλείνει ποτέ. Και μετά τη δουλειά πάλι ανοίγει για να πεις για τη δουλειά, που γι’αυτή μιλούσες ήδη όλη μέρα. Έχει πρεστίζ το επάγγελμα τελικά.

Φτάνω στο φανάρι. Απέναντι η φάτσα του Μαρκουλάκη δεσπόζει και τα μεγάλα μπλε του μάτια μου πετούν μια φοβέρα, όπως κάθε φορά που περνάω από το σημείο αυτό. Μαζεύεται κόσμος και στις δύο όχθες του δρόμου αναμένοντας το πιο αργό για πεζό φανάρι στην ιστορία. Στον χρόνο αυτόν την αναμονής όμως το φανάρι αυτό σε ανταμείβει, καθώς έχει ένα δείγμα από κάθε πληθυσμιακή ομάδα της σιχαμένης αυτής πόλης που όλοι πρέπει σιγά σιγά να εγκαταλείψουμε. Κυριλέδες εισοδηματίες, άστεγοι, τουρίστριες, εργάτες, βουλεύτριες, Ελληνάρες επιχειρηματίες, ανθυποσελέμπριτι, όλα τα κομμάτια συναντιούνται σε αυτό το φανάρι συνθέτοντας μπροστά στα μάτια ακόμα και του πιο αφηρημένου, το παζλ της σύγχρονης νεοελληνικής υποκουλτούρας.

Χαμογελάω που η σκέψη μου αυτή συναντήθηκε με την εικόνα που είχα μπροστά μου. Το πεζοφάναρο ανάβει πράσινο. Στα δεξιά μου παρατηρώ μία μάνα με ένα έφηβο αγόρι με μεγάλα φορητά ακουστικά στο κεφάλι. Κάτι του έλεγε. Αυτό κοιτούσε μπροστά, σαν να μην άκουγε ούτε μουσική ούτε την μάνα του. Πολλά τα πρόσωπα είχε αυτή η μικρή συναναστροφή στο πολυσύχναστο αυτό φανάρι της Αθήνας, τα οποία όμως είναι καταδικασμένα στη δική μου λήθη κι εγώ στη δική τους.

Παραδοσιακά στον περίπατο αυτόν περνάω μπροστά από τα τραπέζια του τέως Ζόναρς. Πάντα με ιντρίγκαρε να παίρνω μάτι από την καθεστηκυία τάξη. Να βλέπω τις συμπεριφορές της, τις ανασφάλειές της και τις κινήσεις. Φυσικά, δεν απέρριπτα το ενδεχόμενο να ήθελα και να με βλέπει αυτή η τάξη, να με λιμπίζεται, να με φοβάται, να αναρωτιέται “τι είναι αυτό το πράγμα που έτσι μας παρατηρεί κάθε φορά που περνάει από εδώ;”. Σίγουρα αυτή η αμφίδρομη ηδονοβλεψία, διπλά ηδόνιζε εμένα και την απολάμβανα στα περισσότερα μέρη που βρισκόμουν. Δεν μπορούσα να την ερμηνεύσω. Πάντως με τραβούσε στην απόλαυση της μοναχικής παρέας του εαυτού μου, προσφέροντάς μου μία περίεργη ψυχαγωγία την οποία δεν μου την έδιναν οι κοντινοί γύρω μου, πλην ελαχίστων που είχαν καταλάβει αυτό το ιδιαίτερο χόμπι μου.

Αυτή τη φορά τα τραπεζάκια στον διάδρομο ήταν ψιλοάδεια. Μόνο τα δύο είχαν καθιστούς θαμώνες. Στο ένα κάθονταν κάτι πενηντάρηδες που ο καθένας είχε σίγουρα δύο διαζύγια στο βιογραφικό του μαζί με έναν πιο μικρό, τον οποίον φαινόταν ότι “νουθετούσαν” με το απόσταγμα της γνώσης της ζωής που είχαν (άλλο που αυτοί φαίνεται να μην αποφοίτησαν ποτέ). Στο άλλο κάθονταν δύο γυναίκες, μάλλον ξένες, με πρόδηλη διαφορά ηλικίας και διάθεση για ανταλλαγή υποσχόμενων βλεμμάτων όπως μπορούν να μαρτυρήσουν και τα δικά μου ανήσυχα μάτια.

Διασχίζω τον διάδρομο με άνετο βήμα και ένα ειρωνικό μειδίαμα. Σίγουρα αν με έβλεπα θα σκεφτόμουν “τι μαλάκας είναι αυτός” κι αν με αγαπούσα θα μου έριχνα και μία να συνέλθω. Δεν το έκανα όμως. Προχώρησα. Έφτασα στο Θέατρο Παλάς, στου οποίου την είσοδο είχαν συνωστιστεί μιλλούνια θεατρόφιλοι, έτοιμοι να απολαύσουν μία ανατρεπτική παράσταση (#νοτ).

Κατηφορίζω κι άλλο. Φτάνω σε αυτό το γωνιακό μαγαζί, που δεν θυμάμαι το όνομά του. Βλέπω τους κλασικούς θαμώνες κι εκεί. Τον γνωστό κομμωτή που ντύνεται ωραία. Έχει μία τεράστια που-ράκλα στο στόμα. Πόνεσε η σιαγόνα μόνο που τον είδα. Χαμός γινόταν και οι σερβιτόρες προσπαθούσαν μέσα στον στενό αυτόν χώρο να μην ρίξουν τις πίτσες με το προσούτο, που περίμενε η καγκούρικη κεφαλαιοκλεπτοκρατία μας. Στεναχωριέμαι λίγο και στρίβω δεξιά. Μπαίνω στη στοά.

Αριστεροδεξιά γεμάτα τα τραπέζια. Καφετέριες και εστιατόρια κατάμεστα. Τι κάνουν όλοι αυτοί και έχουν τόσον χρόνο; Πάντως κάθε φορά είναι τα ίδια πρόσωπα. Η ελπίδα μου να βρω εκεί το ένα ζευγάρι μάτια που θα με καθηλώσει, αργοπέθαινε στην εντατική της ψευτογκλαμουριάς. Παρόλα αυτά δεν την άφηνα να σβήσει.

Διασχίζω τον διάδρομο και τώρα νιώθω πιο έντονα τα βλέμματα να με σκίζουν. Εγώ κοιτάζω μπροστά και κάτω. Δεν ήταν εκεί αυτό που έψαχνα. Ακόμη μία φορά. Έγινα τώρα στο τέλος του περιπάτου βορά στα βλέμματα των γύρω μου. Δεν κατάφερα καν να τους κοιτάξω. Ένιωθα να με βρίζουν όσο περπατούσα μπροστά τους. Γιατί δεν το ένιωσα πριν; Γιατί τώρα; Κουράστηκα μήπως να κοιτάζω; Δύσκολο. Γιατί ένιωθα τον πόνο από τα μάτια-μαχαίρια τους πάνω μου; Σηκώνω το κεφάλι. Ένας τύπος με όψη παλαιοπασόκου με γδύνει με το βλέμμα του. Τον κοιταζω. Το κατεβάζει αστραπιαία. Χαμογελάω και προχωρώ μέχρι το τέλος του διαδρόμου. Χαιρετώ τον σεκιούριτι που είναι άλλος κάθε μήνα. Σταματώ ένα ταξί. Μπαίνω μέσα. Πάω σπίτι να σκεφτώ τι είδα και να κλείσω τις πληγές. Και αύριο να βγω πάλι. Να κοιτάξω ξανά, να με μαχαιρώσουν ξανά και να προχωρήσω.

-Αλκιβιάδης